- ρύομαι
- (I)ῥύομαι ΝΜΑ(αποθ.) απαλλάσσω κάποιον από κίνδυνο, λυτρώνω, διασώζω (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῡ πονηροῡ», ΚΔβ. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ' ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν μίασμα τοῡ τεθνηκότος» — λύτρωσε τον εαυτό σου και την πόλη, σώσε και εμένα, απάλλαξέ μας από κάθε μίασμα που προέρχεται από τον πεθαμένο, Σοφ.)αρχ.1. προστατεύω, υπερασπίζω («ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν... ὄφρα σφιν νῆάς τε θοὰς...ἐντὸς ἔχον ῥύοιτο», Ομ. Ιλ.)2. (για βασιλείς, ηγεμόνες ή και για χοιροβοσκούς, φύλακες) επιτηρώ, φυλάγω3. κρατώ, συγκρατώ κάποιον ώστε να μην φύγει, εμποδίζω, αναχαιτίζω4. αποκρούω, απομακρύνω5. σώζω από ασθένεια, θεραπεύω6. (χωρίς τη σημ. τής προστασίας) καλύπτω («ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ μήδεα φωτός», Ομ. Οδ.)7. ελευθερώνω με λύτρα8) μτφ. παρέχω αντιστάθμισμα («ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας», Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐρύω (ΙΙ)].————————(II)Ασύρω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐρύω (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.